- εριουργώ
- ἐριουργῶ, -έω (AM) [εριουργός]κατεργάζομαι έρια, κατασκευάζω μάλλινα («ἡ γυνὴ ἐριουργοῡσα παρεκάθητο», Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐριουργῷ — ἐριουργός working in wool masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)